αντιδραστήρας

αντιδραστήρας
(προωθητής αντίδρασης). Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την κίνηση ενός οχήματος με εφαρμογή ώθησης, που παράγεται από την αντίδραση μαζών που εξωθούνται σε διεύθυνση αντίθετη προς τη διεύθυνση κίνησης του οχήματος (αρχή δράσης και αντίδρασης). Ανάλογα με το αν οι εξωθούμενες μάζες προέρχονται (ολικά ή μερικά) από το μέσο μέσα στο οποίο κινείται το όχημα ή με το αν μεταφέρονται μέσα στο όχημα, οι προωθητές αντίδρασης υποδιαιρούνται σε εξωαντιδραστήρες (ή αεροαντιδραστήρες, όταν το μέσο στο οποίο κινείται το όχημα είναι o αέρας) και ενδοαντιδραστήρες με πυραύλους. Οι αεροαντιδραστήρες υποδιαιρούνται πάλι σε στροβιλοαντιδραστήρες, αυτοαντιδραστήρες και α. ώθησης. Ο στροβιλοαντιδραστήρας αποτελείται στην πραγματικότητα από ένα στόμιο απορρόφησης, που βρίσκεται στο μπροστινό μέρος του οχήματος, μέσα από το οποίο με έναν συμπιεστή προσροφάται αέρας από το εξωτερικό περιβάλλον και εισάγεται σε θάλαμο καύσης. Σε αυτό τον θάλαμο καίγεται το καύσιμο, ενώ τα παραγόμενα καυσαέρια, αφού αποδώσουν ένα μέρος από την κινητική τους ενέργεια σε έναν στρόβιλο ο οποίος χρειάζεται για να λειτουργήσει ο συμπιεστής που έχει διαμορφωθεί κατάλληλα, εξωθούνται με μεγάλη ταχύτητα διαμέσου ενός αγωγού που έχει διαμορφωθεί κατάλληλα για την περίπτωση. Σε ταχύτητες μεγαλύτερες από 700 χλμ. /ώρα, ο στροβιλοαντιδραστήρας έχει απόδοση σαφώς υψηλότερη από το σύστημα προώθησης με έλικα· μπορεί να λειτουργήσει και σε ταχύτητα 2.000-2.500 χλμ. /ώρα. Σε ανώτερες ταχύτητες χρησιμοποιείται ο αυτοαντιδραστήρας, ο οποίος διαφέρει από τον στροβιλοαντιδραστήρα στο ότι δεν έχει συμπιεστή και στρόβιλο. Το τυπικό χαρακτηριστικό του α. είναι η ώθηση που επιφέρει στο όχημα. Η τιμή αυτής της ώθησης δίνεται από τον τύπο: όπου S είναι η ώθηση, Ρ1 η ποσότητα του αέρα που αναρροφάται στο δευτερόλεπτο, Ρ2 η ποσότητα του καυσίμου που καίγεται στο δευτερόλεπτο, V0 η ταχύτητα του οχήματος, V1 η ταχύτητα των εξωθούμενων αερίων και g η επιτάχυνση της βαρύτητας. αναπαραγωγικός α.(breeder). Α. στον οποίο αναπαράγεται περισσότερο σχάσιμο υλικό από αυτό που καταναλώνεται. Το σχάσιμο υλικό που αναπαράγεται είναι κατά κανόνα το ίδιο με το υλικό που καταναλώνεται. α. βαρέος ύδατος. Θερμικός πυρηνικός α. στον οποίο χρησιμοποιείται ως επιβραδυντής βαρύ ύδωρ. Ως φορείς της θερμότητας χρησιμοποιούνται και συνηθισμένο και βαρύ ύδωρ, αλλά και ορισμένα αέρια (π.χ. υδρατμός, διοξείδιο του άνθρακα). α. γραφίτη και αερίου. Θερμικός πυρηνικός α. όπου χρησιμοποιείται ως επιβραδυντής γραφίτης και ως ψυκτικό μέσο συνήθως διοξείδιο του άνθρακα και πιο σπάνια ήλιο. α. ετερογενής.Τύπος πυρηνικού α. στον οποίο το καύσιμο απομονώνεται από τον επιβραδυντή. α. ζέοντος ύδατος (BWR). Τύπος θερμικού α. στον οποίο το νερό έρχεται σε άμεση επαφή με τα καύσιμα στοιχεία και χρησιμοποιείται ως επιβραδυντής και ως ψυκτικό μέσο. Οι α. αυτοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν στους σταθμούς ατομικής ενέργειας όπου ο ατμός που παράγεται στον α. πηγαίνει κατευθείαν σε έναν στρόβιλο. α. θερμικός. Τύπος πυρηνικού α. στον οποίο ο μεγαλύτερος αριθμός των σχάσεων των πυρήνων γίνεται από θερμικά νετρόνια (η μέση ενέργεια των νετρονίων σχάσης είναι περίπου 2MeV). α. μετατροπέας. Πυρηνικός α. στον οποίο ένα επωάσιμο υλικό μετατρέπεται με μια πυρηνική αντίδραση σε σχάσιμο υλικό. Η διαδικασία αυτή είναι γνωστή ως μετατροπή και βρίσκει εφαρμογή στον ταχύ αναπαραγωγικό α. που είναι πολύ πιο οικονομικός από τον θερμικό α., αφού μπορεί να χρησιμοποιήσει το 75% του ορυκτού ουρανίου, όπως βγαίνει συνήθως από το έδαφος. α. ομογενής. Σε αυτό τον πυρηνικό α. το καύσιμο και ο επιβραδυντής αποτελούν ένα ομογενές μείγμα (π.χ. το καύσιμο με τη μορφή άλατος του ουρανίου μπορεί να διαλυθεί μέσα στον επιβραδυντή). α. πυρηνικός. Ειδική συσκευή στην οποία ένα σχάσιμο υλικό βρίσκεται υπό τέτοιες συνθήκες ώστε να εξασφαλίζεται η συντήρηση μιας ελεγχόμενης αλυσιδωτής πυρηνικής αντίδρασης σχάσης, με αποτέλεσμα την παραγωγή ενέργειας είναι γνωστός και ως ατομική στήλη. α. ταχέων νετρονίων. Τύπος πυρηνικής α. όπου η αλυσιδωτή αντίδραση σχάσης του πυρηνικού καυσίμου γίνεται με ταχέα νετρόνια. α. τύπου δεξαμενής. Σε αυτό τον α. η ενεργός ζώνη είναι μικρή με μορφή πλέγματος από πυρηνικό καύσιμο, που βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα μιας δεξαμενής γεμάτης με νερό. Toνερό εδώ χρησιμεύει ως επιβραδυντής νετρονίων, ως ανακλαστήρας, ως ψυκτικό σώμα και ως σώμα που εξασφαλίζει βιολογική προστασία. Συναρμολόγηση σε δύο από τους τέσσερις αντιδραστήρες ενός αεροσκάφους(φωτ. C.O.I.).
* * *
ο
διάταξη ή δοχείο μέσα στο οποίο γίνονται διεργασίες για πειραματικούς ή βιομηχανικούς σκοπούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντιδραστήρας — ο 1. μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την κίνηση ενός οχήματος. 2. «πυρηνικός αντιδραστήρας», η ειδική διάταξη μέσα στην οποία επιτυγχάνεται η εξέλιξη μιας πυρηνικής αντίδρασης για την παραγωγή ενέργειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρηνικός αντιδραστήρας — Συσκευή η οποία επιτρέπει την ελεγχόμενη εξέλιξη μιας αλυσιδωτής πυρηνικής αντίδρασης, κατά την οποία πραγματοποιείται σχάση του ουρανίου ή άλλων σχάσιμων στοιχείων, με αποτέλεσμα παραγωγή ενεργείας (πυρήνας ατομικός) και ενός μεγάλου αριθμού… …   Dictionary of Greek

  • πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • υβριδικός — ή, ό, Ν [υβρίδιο] 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υβρίδιο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που είναι μικτού τύπου, μικτός 3. φρ. α) «υβριδική ζώνη» βιολ. γεωγραφική περιοχή η οποία αποτελεί χώρο αλληλοεπικάλυψης δύο γειτονικών πληθυσμών, υποειδών …   Dictionary of Greek

  • ατομικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο άτομο, προσωπικός: Το σύνταγμα προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα άτομα της ύλης: «ατομική θεωρία», η θεωρία του Δημόκριτου σύμφωνα με την οποία η ύλη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • στροβιλοαντιδραστήρας — ο, Ν 1. (αερον.) αεριοστρόβιλος που παράγει απευθείας την απαιτούμενη ώση με εκβολή θερμών καυσαερίων με υψηλή ταχύτητα 2. φρ. α) «στροβιλοαντιδραστήρας αντώσεως» στροβιλοαντιδραστήρας ο οποίος χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά απλουστευμένη δομή που …   Dictionary of Greek

  • φρένο — (ή πέδη). Μηχανισμός ικανός να μειώσει την ταχύτητα ενός οργάνου που βρίσκεται σε κίνηση. Ο τύπος φ. που χρησιμοποιείται συχνότερα ενεργεί με ξηρά τριβή: η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, που απομακρύνεται με την απλή αγωγιμότητα ή… …   Dictionary of Greek

  • αεροαντιδραστήρες — Προωθητικοί αντιδραστήρες οχημάτων που κινούνται στον αέρα (βλ. λ. αντιδραστήρας) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”